φοίτων

φοίτων
φοί̱των , φοῖτος
a repeated going
masc gen pl
φοιτάω
go to and fro
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
φοιτάω
go to and fro
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοιτῶν — φοίτης masc gen pl φοιτάω go to and fro pres part act masc voc sg φοιτάω go to and fro pres part act neut nom/voc/acc sg φοιτάω go to and fro pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”